ανημέρευτος

ανημέρευτος
ανημέρωτος, η , ο
1) неприручённый, дикий; не поддающийся приручению; 2) неуспокоенный; неуспокаивающийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανημέρευτος" в других словарях:

  • ανημέρευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μερώθηκε, δεν καταπραΰνθηκε: Το μωρό ήταν ανημέρευτο, έκλαιγε αδιάκοπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμέρευτος — και ανημέρευτος, η, ο 1. (για ζώα) αυτός που δεν εξημερώθηκε ή δεν μπορεί να εξημερωθεί, ανήμερος, ατίθασος 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) εξαγριωμένος, ακατεύναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + μερεύω. Η λ. ανημέρευτος αποτελεί παράλληλο τ. τού επιθ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»